- ἁλιπλανία
- ἁλι-πλᾰνία, ἡ,A wandering voyage, AP6.38 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιπλανία — ἁλιπλανία, η (Α) περιπλάνηση στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πλανία < πλάνος «πλάνη»] … Dictionary of Greek
ἁλιπλανίης — ἁλιπλανία wandering voyage fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek